- ψυχρομετρία
- ημέτρηση της υγρασίας της ατμόσφαιρας με το ψυχρόμετρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχρομετρία — η, Ν (μετεωρ.) κλάδος τής μετεωρολογίας που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τής υγρομετρικής κατάστασης τού ατμοσφαιρικού αέρα και τον προσδιορισμό της με το ψυχρόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + μετρία*. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
ψυχρομετρικός — ή, ό, Ν [ψυχρομετρία] (μετεωρ. φυσ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχρομετρία («ψυχρομετρικός χάρτης») … Dictionary of Greek
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
ψυχρομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχρομετρία: Κάνουν στην περιοχή ψυχρομετρικές παρατηρήσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)